αγιόψυχος

αγιόψυχος
η , ο [σς, ον] добрейший

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "αγιόψυχος" в других словарях:

  • αγιόψυχος — η, ο αυτός που έχει αγαθή ψυχή: Είναι άνθρωπος αγιόψυχος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγιόψυχος — η, ο 1. αυτός που έχει ψυχή αγίου, ο ενάρετος 2. (ειρωνικά) υποκριτής. [ΕΤΥΜΟΛ. < άγιος + ψυχή] …   Dictionary of Greek

  • ψυχή — I Λεπιδόπτερο έντομο της οικογένειας των ψυχιδών. Το γένος αυτό αριθμεί πολλά είδη, που ζουν κυρίως στην Ευρώπη. Το χαρακτηριστικότερο γνώρισμα των ψ. είναι ο γεννητικός του διμορφισμός. Τα αρσενικά έχουν φτερά και χνουδωτό σώμα και πετούν συχνά… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»